εὐεστοῖ

εὐεστοῖ
εὐεστώ
well-being
fem dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ολβίζω — ὀλβίζω (Α) [όλβος] 1. καθιστώ κάποιον όλβιο*, μακάριο, ευτυχισμένο («ἕv ἦμαρ μ ὤλβισ , ἕν δ ἀπώλεσεν», Ευρ.) 2. θεωρώ κάποιον ευδαίμονα, μακαρίζω, καλοτυχίζω κάποιον («ὀλβίσαι δὲ χρὴ βίον τελευτήσαντα ἐν εὐεστοῑ φίλη», Αισχύλ.) …   Dictionary of Greek

  • ευεστώ — εὐεστώ, οῡς, ἡ (Α) 1. η καλή κατάσταση, ησυχία, ηρεμία, ευτυχία («ἐν τῇ παρελθούσῃ εὐεστοῑ», Ηρόδ.) 2. τίτλος έργου τού Δημοκρίτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + εστώ (< εστί), δωρ. τ. τού ουσία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”